Έχει ξεπέσει λοιπόν η Θεσσαλονίκη, το ομολογούν πολλοί, ανάμεσά τους και αξιόπιστοι παρατηρητές. Γερνάει άσχημα και επικίνδυνα, έγινε συνώνυμο των πιό συντηρητικών αντανακλαστικών ενώ μόλις πριν λίγα χρόνια έσφυζε από ενέργεια, ζεί καπελωμένη από τα ζεϊμπέκικα, το εθνικιστικό παραλήρημα και τον ασυγκράτητο τοπικισμό των δημοκρατικά εκλεγμένων της ή όσων θα έπρεπε κανονικά να είναι οι κήρυκες του «αγαπάτε αλλήλους».1 Και με ποιό θάρρος ν’ αντιλέγει κανείς, όταν διαπιστώσεις όπως αυτές, δεν έχουν μείνει προνόμια για οπαδούς της κοινωνικής ανατροπής ή για ριζοσπάστες κριτικούς του πολιτισμικού γίγνεσθαι, αλλά διατυπώνονται σε περίοπτη θέση εφημερίδων που εκπροσωπούν έγκυρα συντηρητικές πολιτικές και κοινωνικές κατευθύνσεις; Δεν είναι απαραίτητη κάποια ειδική ικανότητα παρατήρησης και κρίσης, αρκεί η όραση, η ακοή και η κοινή λογική για το σαφές συμπέρασμα.
Είναι όμως τα πράγματα όπως φαίνονται; Πρόκειται για φαινόμενο ιδιαίτερο και αξιοπερίεργο, μοναδικό στη χώρα; Συνέβη άραγε, απλά και μόνον επειδή κάποιοι νίκησαν και καπελώνουν τους ηττημένους; Μήπως πάλι, για τη συμφορά αυτή φταίνε μόνον οι τοπικές ή άλλες ειδικές συνθήκες (ανεργία, αποβιομηχάνιση, Βαλκανικές αναστατώσεις, αχόρταγοι Αθηναίοι); Στο γραπτό τούτο διατυπώνονται με τον έμμεσο τρόπο της τεθλασμένης δύο επιχειρήματα: Πρώτον, ότι το τοπικό είναι το εθνικό σε έντονη έξαρση παροξυσμού, τόση ώστε να φαίνεται γελοιογραφικό. Δεύτερον, ότι εκτός των άλλων, η σημερινή κατάσταση, για όσους δεν αισθάνονται μέσα της ευτυχείς, είναι ένα θλιβερό αυτογκόλ και είναι αδιανόητη χωρίς αυτή τη λεπτομέρεια.
Πρώτα-πρώτα, υπάρχει κάτι που θα φαίνεται σκάνδαλο στα μάτια των βόρειων αθηναιομάχων, άν το διακρίνουν: Ο μεγαλύτερος εραστής και υμνητής της σημερινής Θεσσαλονίκης είναι κατά ειρωνικό τρόπο ένας καλλιτέχνης από τη Νότια Ελλάδα, ο Θόδωρος Αγγελόπουλος. Φροντίζει να την έχει σε όλες σχεδόν τις ταινίες του, και όχι ως απλό σκηνικό· τη βρίσκει όμορφη, πολύ όμορφη. Και έτσι την κρίνει αυτός ο άνθρωπος, ίσως είναι πράγματι όμορφη. Όμως εκείνος την ομορφιά και το νόημα τα βρήκε αλλού, όχι σε αλαζονικές φαντασιώσεις και σε μεγάλες ιδέες, μόνο με επιφύλαξη και πολύ προσεκτικά σε ότι έρχεται από το παρελθόν, αλλά ούτε και τόσο στα θρυλούμενα περί «ερωτικής» πόλης του Θερμαικού. Για τον σκηνοθέτη, η ομορφιά της και το εσωτερικό της νόημα συντίθεται κυρίως από ομίχλη, νερό και χιόνι, από το λιμάνι και τα βρεγμένα πλακόστρωτα, από ταπεινές συνοικίες παλιές και νέες, αλλά προπάντων από τη ζωή των ανθρώπων στο πέρασμά τους από αυτό τον τόπο. Συντίθεται από όσα μένουν άφθαρτα, λάμπουν και ιριδίζουν μέσα στον σωρό των ερειπίων που συσσωρεύει αδιάκοπα η Ιστορία και αυτό που αποκαλείται πρόοδος. Καθώς έρχονται οι νεότερες ταινίες, ο σκηνοθέτης ψάχνει για ομορφιά και νόημα στο ρημαγμένο βιομηχανικό τοπίο, στην μαραζωμένη αγορά, στους παλιούς και νέους πλάνητες, φυγάδες ή πολίτες του κόσμου, κυνηγημένους ή νοσταλγούς που επιστρέφουν, σε παιδιά των φαναριών, σε μεσήλικες που έζησαν και γνώρισαν την πόλη και μετά χάνονται στις πέντε ηπείρους, σε γέροντες που δεν θέλουν να πεθάνουν αλλού, σε τελετές χαράς ή πένθους, εδώ στη Θεσσαλονίκη του 21ου αιώνα.