Με τόσο τραυματικό τρόπο βιώθηκε στη χώρα μας μετά το 1990 η «θερμή φάση» της Βαλκανικής αναστάτωσης, και τόσο αιφνιδιασμένα αντέδρασε σημαντικό μέρος του πνευματικού κόσμου στις νέες καταστάσεις που έφερε στην Ευρώπη το τέλος του διπολισμού, ώστε υπήρξε περίοδος που η σιωπή φαινόταν για μία ακόμη φορά χρυσός. Και είναι πράγματι χρυσός, αν συγκριθεί με τον ανάδρομο λόγο πού αντλεί το λεξιλόγιό του από την εποχή του 1900. Ωστόσο, μερικές φορές το ζήτημα δεν είναι αν μπορεί το 1900 να γίνει οδηγός για τον 21ο αιώνα, αλλά αν υπήρξε πραγματικά ένα 1900, όπως αυτό που επικαλούνται οι στραμμένοι προς το παρελθόν εργαλειακοί λόγοι. ‘Ή, για να το διατυπώσουμε διαφορετικά, ποιο ήταν το πραγματικά 1900, ποιοι οι μεταγενέστεροι ιστορικοί σταθμοί, πως βιώθηκαν ή μετά έγιναν αντικείμενο στοχασμού από τούς πραγματικούς, ζωντανούς ανθρώπους.
Δεν πρέπει να λησμονούμε πώς όταν αναφέρεται κανείς στη Θεσσαλονίκη, μιλά για μια πόλη, η οποία άλλαξε ριζικά, τόσο από πληθυσμιακή όσο και από πολεοδομική άποψη, μόνον μετά από ένα Πόλεμο ευρωπαϊκών διαστάσεων και την ακόλουθη καταστροφή του 1922· και αφού είδε τον πολιτικό χάρτη της ενδοχώρας να αλλάζει σχήμα αρκετές φορές, απέκτησε εν τέλει τη γνώριμη σήμερα φυσιογνωμία της, μετά από μια δεύτερη μεγαλύτερη Παγκόσμια καταστροφή.
Όσο και αν ο χρόνος δαμάζει τα πάντα, τα ίχνη του «σημαντικού παρελθόντος» δεν σβήνουν εύκολα.1 Ο πραγματικός παρελθών χρόνος, και όχι όπως μετασχηματίζεται στα ιδεολογήματα, είναι αυτός που με έμμεσο τρόπο και από πλάγιους δρόμους, έχει καταγραφεί εκτός των άλλων και από τη λογοτεχνία, εκείνη πού αποκλήθηκε «Σχολή της Θεσσαλονίκης».2 Και αν εκείνη η λογοτεχνία έχει πράγματι κάποια ιδιαιτερότητα, ίσως να την έχει, επειδή στον καιρό της και με τα μέσα της εξέφρασε ένα καθυστερημένο κατάλοιπο, μία τελευταία αναλαμπή του ιδιαίτερου παρελθόντος της πόλης: Με το εργαλείο τής ελληνικής γλώσσας, με σχεδόν αποκλειστικά ορθόδοξης χριστιανικής καταγωγής λειτουργούς και παρά την κλειστότητα του καθημερινού κόσμου της, αντλούσε από έναν ανοικτό, πολυεθνικό κοινωνικό περίγυρο, ο οποίος δεν ήταν μόνον Βαλκανικός (χωρίς μάλιστα να επικρατούν τα αρνητικά συμφραζόμενα που έχουν συνδεθεί με τον όρο), αλλά έμοιαζε μερικές φορές με νοτιότατη προέκταση του κόσμου της Μεσευρώπης, με έξοδο του στο κύμα τής Μεσογείου.
Μερικοί από τους επιγόνους συγγραφείς της Θεσσαλονίκης, έχουν εκφράσει ρητά μια εύλογη απορία: Γιατί άραγε στη λογοτεχνία τής Θεσσαλονίκης τού 20ού αιώνα (αν εξαιρέσει κανείς πολλούς από τους ποιητές της γενιάς πού αρδεύτηκε από τα γεγονότα του 1940 και μετά), όλα είναι σαν να μην συνέβη τίποτε μεγάλο στην ιστορία; Ούτε Βαλκανικοί Πόλεμοι, ούτε Α’ και Β’ Παγκόσμιος, ούτε Κατοχή, ούτε καν Εμφύλιος.
Αυτή η «απέχθεια» για τα δρώμενα της ιστορίας και τους πρόσκαιρους θριαμβευτές της, όπως καταμαρτυρείται στο έργο πολλών Θεσσαλονικέων συγγραφέων, δεν είναι στάση τυχαία και μεμονωμένη, ούτε φανερώνει επαρχιωτισμό. Στο γεωγραφικό χώρο της Βαλκανικής και της συνορεύουσας Μεσευρώπης, τη συναντά κανείς συχνά και παντού. Έχουν γραφτεί αρκετά για τον Ελίας Κανέτι από το Ρουστσούκ της παραδουνάβιας Βουλγαρίας και τον τρόμο που ένοιωθε μπροστά στη μάζα, την εξουσία και την ιστορία, τρόμο μη του «κόψουν τη γλώσσα»3.
Ο Μίροσλαβ Κρλέζα, ένα είδος εθνικού συγγραφέα της Κροατίας, εγκυκλοπαιδικό πνεύμα με «Αναγεννησιακή» παιδεία, από τους σημαντικούς δασκάλους του Ευρωπαϊκού ρεαλιστικού αφηγήματος, ομοϊδεάτης και φίλος του Ιωσήφ Μπρόζ Τίτο, έγραψε μελαγχολώντας ότι το Βαλκανικό κομμάτι της Ευρώπης, «προτείχισμα του Χριστιανικού κόσμου – antemurale Cristianitatis»,4 συχνά προσφέρθηκε ως σφάγιο θυσίας στην ιστορία, με την ελπίδα να την εξευμενίσουν και να «λυπηθεί» τον υπόλοιπο Ευρωπαϊκό πολιτισμό. Πόσο μάταιες είναι τέτοιες θυσίες το έδειξε η αρχή του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, όταν προσφέρθηκαν στον Μολώχ για να τον κατευνάσουν, όχι τα Βαλκάνια, αλλά όλη η μη Γερμανική Κεντρική Ευρώπη.
Η σκυτάλη αυτής της δυσθυμίας πέρασε σε νεότερους, όπως στον Σέρβο συγγραφέα Ντράγκαν Βέλικιτς, ο οποίος σε δύσκολους για τη χώρα του καιρούς, περίμενε την ανίκητη πνοήτου Κόσαβα, του παγερού βόρειου άνεμου που έρχεται από την Παννονία και την Ευρώπη, ένα είδος Βαρδάρη του Βελιγραδίου, να διώξει από τη Λευκή Πόλη του τη μολυσμένη αιθαλομίχλη της ιστορίας και τις δύσμορφες εξουσίες της.5
Ίσως μάλιστα υπήρξε κάποτε ένα λεπτό, σχεδόν αόρατο νήμα αναλογιών στο κοινωνικό-ψυχολογικό κλίμα, και τα ίχνη του, από τους λογοτέχνες της πόλης του Καλού Στρατιώτη Αγίου Δημητρίου (αλλά και του παρακράτους) οδηγούν επίμονα προς τον βορρά: Προς τον κόσμο του «Αγίου Πότη» Γιόζεφ Ρότ, όπου διαδραματίζονται οι εφιάλτες του Γκέοργκ Τράκλ και τα «όνειρα μέσα στο όνειρο» του Ούγκο φον Χόφμαννσταλ, για να καταλήξει στην
πολυεθνική Πράγα του Καλού Βασιλιά Αγίου Βέντσεσλας (αλλά και των εκπαραθυρώσεων από τον Πύργο):Στους μεγάλους αρνητές αυτού που ο Μάξ Βέμπερ είχε αποκαλέσει «σιδερένιο κλουβί της ιστορίας», Φράντς Κάφκα και Ράινερ Μαρία Ρίλκε. Όχι τυχαία, ολόκληρο το έργο του σημαντικότερου μεταφραστή της λογοτεχνίας που γέννησε η Θεσσαλονίκη, Δημ. Στ. Δήμου, είναι ένα ταξίδι πάνω στα νήματα αυτού του ιστού που έστησαν οι ονειροπόλοι της Κεντρικής Ευρώπης, συντηρητικοί ή ανυπότακτοι.6
Οι περισσότεροι Θεσσαλονικείς πεζογράφοι και ποιητές του 1930 και εντεύθεν, έζησαν πράγματι πολλά και μεγάλα ιστορικά γεγονότα αλλά δεν έγραψαν γι’ αυτά. «Το έριξαν στον εσωτερικό μονόλογο, τη δραπέτευση και τη μεταφυσική», είναι η μομφή που δέχθηκαν εκ των υστέρων. Και μετά από αυτήν, έρχεται ο πειρασμός να μη κριθούν οι επιλογές τους τόσο αθώες όσο φαίνονται σε πρώτη ματιά, να εκληφθούν ως αδικαιολόγητες από την άποψη της οξυδέρκειας.
Είναι αλήθεια ότι οι επιλογές του εσωτερικού μονόλογου, της ενδοσκόπησης ή του όψιμου συμβολισμού δεν ήταν αθώες. Οι Θεσσαλονικείς λογοτέχνες βίωσαν τραυματικά, ως πραγματική καταστροφή, τον αφανισμό της παλαιάς, πολυεθνικής πόλης, το χαμό μιας αυθεντικής «πολυπολιτισμικότητας» που άνθισε πριν εφευρεθεί αυτός ο κοινωνιολογικός όρος. Και βίωσαν ως τραύμα, όχι μόνον τον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο και τα Μικρασιατικά, τον Δεύτερο και μεγαλύτερο κατακλυσμό, το Άουσβιτς και τον Εμφύλιο, αλλά και την συνεχή φθίνουσα πορεία, στην οικονομία και στον πολεοδομημένο χώρο, στο πολιτισμικό πρόσωπο και στην πολιτική έκφραση, η οποία από το κέντρο αυτού του ιδιόμορφου βαλκανικού κοσμοπολιτισμού έφτιαξε την (ειρωνικά αποκαλούμενη) «Συμπρωτεύουσα». Ενώ από την εκλεκτικιστική αρχιτεκτονική άνθιση του 1900, φθάσαμε σ’ ένα ιστορικό κέντρο που έγινε αντιπαροχή και οκταόροφα και καταλήξαμε στο μεγαλεπήβολο όραμα ενός μπαζωμένου Θερμαϊκού.
Οι ευαίσθητοι δείκτες της λογοτεχνίας, τραυματισμένοι από αυτή τη διαρκή καταστροφή, στρέφονταν ολοένα προς το «μέσα», τον εσωτερικό κόσμο, ίσως επειδή ο εξωτερικός τους φαινόταν όλο και πιό αφόρητος. Αρνούμενοι να δοξολογήσουν τα νέα είδωλα, επέλεξαν το ρόλο του «Φύλακα Ερειπίων»,7 διατηρώντας μέσα τους την πεποίθηση ότι πολλά από τα ερείπια είναι πολύτιμα και κάνουν το ρόλο αυτό αξιοζήλευτο. Στο λογοτεχνικό ασυνείδητο της πόλης, ή σε ό,τι «ψυχαναλυτική αδεία» θα μπορούσαμε να αποκαλούμε έτσι, το φαρμακείο του Πεντζίκη στην Εγνατία πέρασε σαν συμβολικό σωτήριο καταφύγιο ψυχής.
Ενώ το περίφημο Φιδόχορτο (ή Δρακοντιά – Dracunculus vulgaris) της βιτρίνας του και του Μυθιστορήματος της Κυρίας Έρσης, αν μιλήσουμε με όρους ρομαντικής ειρωνείας, ήταν μαζί με το τερατώδες Φύλλο του πρώιμου Βασίλη Βασιλικού,8 κάτι σαν μικρή συμβολική εκδίκηση για την μετατροπή της πόλης σε τσιμεντούπολη. Ακόμη και το έργο του Γιώργου Ιωάννου (με την ιδιοσυγκρασία του και την αμφιλεγόμενη κατάταξη, όπως και άλλων πραγμάτων αυτής της πόλης), ίσως είναι ένας από τούς τελευταίους θρήνους για κείνη την κατεστραμμένη, βυθιζόμενη Θεσσαλονίκη, η όποία άφηνε την τελευταία της πνοή στο τέλος της δεκαετίας του ‘60. 9
Ωστόσο αυτοί οι «ενδοσκόποι» λογοτέχνες αποδείχθηκαν εξαιρετικά διορατικοί και οξυδερκείς, ευαίσθητοι δέκτες των ιστορικών δρωμένων: Κανείς από τούς νεότερους κατασκευαστές πολιτικών ιδεολογημάτων, οποιασδήποτε απόχρωσης, δεν μπόρεσε να τούς επικαλεσθεί προκειμένου να τους αξιοποιήσει και χρησιμοποιήσει με εργαλειακό τρόπο. Κατάφεραν να παραμείνουν ακέραιοι, ακόμη και μετά θάνατον, ακόμη και σε ιστορικές στιγμές που θριαμβεύει χρησιμοθηρία ή σκοπιμότητα και πάσχει η αλήθεια και η ευαισθησία. Πρόκειται για καιρούς στους οποίους ζήτηση έχει η στρατευμένη τέχνη. Η στροφή προς το «εσωτερικό» δεν τους προστάτευσε μόνον εν ζωή από τη σκληρή και καταστρoφική ιστορία· τούς προστατεύει πάντοτε από τις επαπειλούμενες καταστροφικές χρήσεις η καταχρήσεις του έργου τους και του ιστορικού βιώματος που περιέχει.
Όσο κι αν κανείς προσέχει, η μελάνη πάντα είναι πικρή. Αλλά όταν το αναστατωμένο τέλος του 20ού αιώνα (ενός «αιώνα των άκρων»)10 με τις αδιέξοδες κληρονομιές που άφησε, σκεπασθεί από το κραταιό ρεύμα της «μακράς διάρκειας» και αλλάξει οριστικά η σελίδα της ιστορίας ακόμη και στη δική μας γειτονιά, τότε ίσως εκτιμηθεί με άλλο μάτι και το «κρυφτούλι» που έπαιξαν οι συγγραφείς της Θεσσαλονίκης με την φθοροποιό εποχή τους: Τα ψιθυρίσματά τους θα αποδειχθούν ανθεκτικότερα στο χρόνο από τα σαλπίσματα και τα παραγγέλματα.
Αυτές οι χαμηλόφωνες και παράξενα αποστασιοποιημένες διηγήσεις έρχονται από μια πόλη του μεταίχμιου, θαλάσσια και ηπειρωτική, διάσημη αλλά παρακμάζουσα, βυθισμένη και κατεστραμμένη, αλλά διαρκώς επανεμφανιζόμενη και επίκαιρη. Και ίσως μοιάζουν λίγο με ιστορίες από την Τεργέστη του Φούλβιο Τομίτσα, του Ίταλο Σβέβο και του Τζέημς Τζόυς, ή με ιστορίες από χαμένες πολιτείες στο όριο Βαλκανικής και Μεσευρώπης, που γέννησαν συγγραφείς όπως ο Γιοχάννες Βάϊντενχάιμ, ο γερμανόφωνος υμνωδός του μικρού Μάρεσι11 στη σκονισμένη πεδιάδα της Βοϊβοντίνα, ή ο Ντάνιλο Κίς, Σερβοουγγροεβραίος και από τη μητέρα του Μαυροβούνιος, που κατέγραψε τραγικές ιστορικές καταστάσεις σε οικογενειακά μυθιστορήματα και χαμηλόφωνες αυτοβιογραφικές διηγήσεις από την παιδική του ηλικία.12
Η χαμένη «Μητέρα Θεσσαλονίκη» του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη και των άλλων, της εποχής πριν τον κατακλυσμό, μοιάζει σήμερα πιο «ευρωπαϊκή», ζωντανή και ανθρώπινη, από αυτήν που την διαδέχθηκε στο μυχό του Θερμαϊκού και βιώνουμε οι μετά τον κατακλυσμό γενεές. Η πολιτεία εκείνης της εποχής έχει βυθισθεί και καταστραφεί για πάντα, και το δικό μας ατύχημα είναι ότι η νεώτερη δεν απόκτησε ποτέ δική της ταυτότητα και αυτοσυνείδηση: Επαναπαύεται σε μύθους ενός φανταστικού παρελθόντος που δεν δίνουν ζωογόνο μήνυμα για το μέλλον, αποστρέφει το βλέμμα από την πραγματική ιστορία, φοβάται τη γεωγραφία. Είναι στιγμές που μοιάζει να θέλει να μείνει κλειστή προς κάθε πνοή του έξω κόσμου. Κάνει ότι μπορεί για ν΄ αποφύγει το ζηλευτό ρόλο που άλλοι είναι πρόθυμοι να της αναγνωρίσουν13, παιδιά ξένων μητέρων – πόλεων, αλλά θαυμαστές της και επιθυμητές αυτού που εκείνη, από τη θέση της και την ιστορία της, μπορούσε και όφειλε να είναι. Γι’ αυτό και προσπαθεί να κόψει όσους δεσμούς απόμειναν να τη συνδέουν με την περιπόθητη14 προκάτοχό της. Στο τέλος καταλήγει να μην είναι οικεία ούτε για τα δικά της παιδιά. Αλλά τ’ αχρείαστα τείχη που ορθώνει γύρω της η εγωιστική μετριότητα, καθώς σκέφτεται μόνον το εφήμερο και το «μάταιο με θέα» (δανείζομαι τον τίτλο ενός βιβλίου γραμμένου από τον νεότερο Θεσσαλονικέα Σάκη Σερέφα), δεν είναι αιώνια.
Το γραπτό «Λογοτεχνία και αλήθεια» είναι του Γιώργου Β. Ριτζούλη και δημοσιεύθηκε στο περιοδικό « Ένεκεν», τεύχος 17, Ιούλιος – Αύγουστος – Σεπτέμβριος 2010.
Σημειώσεις:
1 Στο μεγάλο έργο του Mark Mazower «Salonica, City of Ghosts» (Ελλ. έκδοση, «Θεσσαλονίκη, Πόλη των Φαντασμάτων», μτφ. Κ. Κουρεμένος, Αλεξάνδρεια 2006, παρουσιάζεται περιεκτικά και ανάγλυφα, πόσο ανθεκτικά και επίμονα είναι αυτά τα ίχνη.
2 Υπάρχουν πολλά αξιανάγνωστα για το θέμα αυτό, παλιά και νεότερα. Η ειδική έκδοση του περιοδικού Ο Πολίτης, για τον «Πεζό Λόγο της Θεσσαλονίκης (1912-1980), Νοέμβριος 1983, παραμένει ενδιαφέρουσα για όσους θέλουν να εμβαθύνουν στους «παραμυθάδες δίχως σύνορα» της πόλης του Θερμαϊκού.
3 Βλ. Elias Canetti, Die geretette Zunge (Η γλώσσα που σώθηκε, μια αυτοβιογραφία της παιδικής και νεανικής ηλικίας), Carl HanserVerlag, Μόναχο 1977
4 Για τη μεσαιωνική και μετέπειτα μοίρα της Βαλκανικής, βλ. και Miroslav Krleža, Illyricum Sacrum, WieserVerlag, 1996.
5 Dragan Velikić, Stimme aus der Erdspalte (Φωνή από το σχίσμα της γης), WieserVerlag, 1992, σελ. 60.
6 Ο Δημ. Στ. Δήμου, πρώτος μεταφραστής στα Ελληνικά του Κάφκα (Η Μεταμόρφωση,Η Δίκη, διηγήματα), μετέφρασε μεταξύ άλλων Ρίλκε (Ελεγείες του Ντουίνο, Σημειώσεις του Μάλτε Λάουριντς Μπρίγκε, Τραγούδι της Αγάπης και του θανάτου του σημαιοφόρου Χριστόφορου Ρίλκε), Γκέοργκ Τράκλ, Πάουλ Τσέλαν, Ρούντολφ Κάσνερ, Ούγκο φον Χόφμαννσταλ) και έγραφε για πολλά χρόνια το Ονειρολόγιο. Για τον Hugo von Hofmannsthal, πνευματικό ανιχνευτή του κλίματος παρακμής στην Κεντρική Ευρώπη των αρχών του 20ού αιώνα (την ανίχνευση συνέχισαν οι Robert Musil και Hermann Broch), ενδιαφέρουσα είναι η εισαγωγή του Claudio Magris στην Επιστολή του λόρδου Τσάντος (μτφ. Ε. Γιαννοπούλου, Άγρα 2009). Η Επιστολή υπάρχει και σε μετάφραση του Γ. Κεντρωτή με δικά του υστερόγραφα (εκδ. Διάττων).
Για την άλλη, σχετικά άγνωστη, πλευρά του Κάφκα, βλ. Michael Löwy, Φράντς Κάφκα, Ανυπότακτος Ονειροπόλος, Κατάρτι 2006, καθώς και Κώστα Δεσποινιάδη, Φραντς Κάφκα: Ο ανατόμος της εξουσίας, Πανοπτικόν 2008.
7 Οι άμεσοι ποιητικοί πρόγονοι του νεότερου Θεσσαλονικιού ποιητή Αλέξη Τραϊανού (1944 -1990), είναι οι μεταπολεμικοί Αμερικανοί (Πλάθ, Λόουελ, Γκίνσμπεργκ) και ο Έλιοτ. Ωστόσο, στη φωνή του ηχεί πότε – πότε και η αργοπορημένη ηχώ από τους πρεσβύτερους συμβολιστές της Θεσσαλονίκης. Ήταν χαρακτηριστική η μεγάλη αδυναμία του στο Γιώργο Θέμελη και το έντονο ενδιαφέρον του για συγγραφείς όπως ο Ν. Γ. Πεντζίκης (βλ. τις δημοσιευμένες επιστολές του), όπως και η στενή φιλία του με τον γεννημένο το 1912 Γ. Ξ. Στογιαννίδη.
Αλέξης Τραιανός, Φύλακας Ερειπίων (συγκεντρωτική έκδοση, επιμ. Α Ζήρας – Στ. Μπεκατώρος), Πλέθρον 1991.
8 Βασίλης Βασιλικός, Το Φύλλο, το Πηγάδι, τ’ Αγγέλιασμα: Τριλογία, Η τελική έκδοση, Εκδόσεις Τόπος 2007
9 Κάθε φορά που τρίζει η σκάλα μας,
«λες να ‘ναι αυτοί επιτέλους;» σκέφτομαι,
κι ύστερα φεύγω και με τις ώρες
κατακίτρινα ζωγραφίζω ηλιοτρόπια.
Όμως αύριο ώσπου να ξεχαστώ
στην αίθουσα αναμονής, το τραίνο
απ’ την Κρακόβια θα περιμένω.
Κι αργά τη νύχτα, όταν ίσως κατεβούν
ωχροί, σφίγγοντας τα δόντια∙
«αργήσατε τόσο να μου γράψετε»
θα κάνω δήθεν αδιάφορα.
(Γ. Ιωάννου, Τα ηλιοτρόπια των Εβραίων)
Φωτιά απόψε πάλι στο βουνό
πάνε τα Χίλια Δέντρα∙ – θα τα κάψουν
(Γ. Ιωάννου, Τα Χίλια Δέντρα).
Με σύντομο, παραστατικό τρόπο, εξιστορούνται τα συμβάντα και το μεταβαλλόμενο πνευματικό κλίμα, από το 1912 μέχρι τα προεόρτια της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας, στο Παραμύθι της Θεσσαλονίκης του Γ. Θ. Βαφόπουλου, Παρατηρητής 1995. Κυρίως όμως αναδεικνύεται, πώς προσλήφθηκαν όλα αυτά από έναν λογοτέχνη, γεννημένο το 1903 στη Γευγελή, που έκανε πολύ μικρός ακόμη, τη Θεσσαλονίκη πατρίδα του. Οι περιπέτειες αυτού του μικρού βιβλίου, από το 1962 έως πολύ αργότερα, είναι εξίσου διασαφητικές.
10 Eric Hobsbawm, Η Εποχή των Άκρων – Ο σύντομος Εικοστός Αιώνας (1914 – 1991), Θεμέλιο 1995.
11 Maresi, δηλαδή Μαριούπολη, πόλη της αυτοκράτειρας Μαρίας Θηρεσίας
12 Από τα έργα του Ντάνιλο Κίς, η τριλογία υπό τον συλλογικό τίτλο Οικογενειακός Κύκλος είναι από τα χαρακτηριστικά πεζά τέτοιου είδους στην ευρωπαϊκή λογοτεχνία. Αποτελείται από τα μυθιστορήματα Πρώιμα βάσανα, Κήπος – στάχτες, Η κλεψύδρα (Ελληνική μετάφραση της Gaga Rosic και της Μαρίας Κεσίνη, εκδ. Κέδρος).
13 Βλ. Joseph Rovan, Zwei Großmächte (Δύο Υπερδυνάμεις), στο: Das alte Europa antwortet Herrn Rumsfeld (Η παλαιά Ευρώπη απαντά στον κ. Ράμσφελντ), Frankfurter Allgemeine Zeitung, 24.01.2003. Η Θεσσαλονίκη ως κομβικό σημείο, οριακό αλλά σημαντικό, του όλου Ευρωπαικού κόσμου:
«Μέσα στην Ευρώπη, η Πολωνία μαζί με την Γαλλία και Γερμανία θα είναι κύρια δομικά στοιχεία για την συγκρότηση της Ευρωπαικής Ένωσης. Η Γαλλία, Γερμανία και Πολωνία, καλούνται να πραγματοποιήσουν την πολιτική ενοποίηση της Ευρώπης, από τον ποταμό Όντερ μέχρι το Γιβραλτάρ και από την Ισλανδία ως τη Θεσσαλονίκη».
O J. Rovan, Γάλλος ομότιμος καθηγητής της Ιστορίας και πολιτειολόγος, εξέδιδε το περιοδικό Documents.
14 Π. Ριζάλ (Ιωσήφ Νεχαμά), Θεσσαλονίκη, η περιπόθητη Πόλη, μετφ. Βασίλη Τομανά, Νησίδες 1997.
Παράθεμα: Εθνική παρακμή και σκοτείνιασμα της «περιπόθητης πόλης». Το φθινόπωρο της Θεσσαλονίκης | Γκρίζες θεωρίες, έγχρωμη ζωή