Γνώρισα και γλυκά νερά – ή, αλλιώς, τα ρέματα της Θεσσαλονίκης

της Βενετίας Γαζίλα

Το ρέμα πίσω από το σπίτι της γιαγιάς μου στην αρχή της οδού Κυζίκου, στην Κάτω Τούμπα, έχασκε μπροστά στα μάτια μου σαν μια τεράστια χαράδρα, μικρό παιδί σαν ήμουν. Ένα μικρό σιδερένιο γεφυράκι ένωνε τη μια όχθη με την άλλη και ένας φόβος με κυρίευε κάθε φορά που το περνούσα. Σήμερα υπάρχει στη θέση του ένα μικρό πάρκο. Με τα χρόνια, τη θέση του σπιτιού της γιαγιάς την πήρε μια πολυκατοικία. Στον ακάλυπτο της, δηλαδή δίπλα στο άλλοτε ρέμα, φύτεψα μια κληματαριά. Γρήγορα θέριεψε. Θα πρέπει να βρήκε νερό. Έγινε τεράστια. Μέχρι και η συκιά δίπλα της πέταξε μια εναέρια ρίζα και την έμπηξε δίπλα στην κληματαριά. Αυτή η κληματαριά σε δυο-τρία χρόνια έφτασε σε ύψος μέχρι τον τέταρτο όροφο.Έτσι, οι φυλλοσκόποι, τα μικρά πουλιά που την εντόπισαν, επισκέπτονται κάθε φθινόπωρο το μπαλκόνι μας αναζητώντας τροφή.

Εκείνο το ρέμα κατέβαινε από το τότε Γυμνάσιο της Τούμπας (που σήμερα είναι Δημοτικό σχολείο), πίσω από το σπίτι της γιαγιάς, και κατευθυνόταν προς τον συνοικισμό Χιρς, όπου συναντούσε το ρέμα της ΥΦΑΝΕΤ ή αλλιώς ρέμα Κωνσταντινίδη.

Το Δημοτικό σχολείο μου ήταν στην οδό Βαλτετσίου, δίπλα σ’ αυτό το ρέμα της ΥΦΑΝΕΤ. Μια βρύση έτρεχε συνεχώς νερό· τεράστιες κίτρινες και άσπρες τριανταφυλλιές έζωναν τις πλαγιές του ρέματος, οι οποίες φάνταζαν στα μάτια μου σαν όχθες ποταμού κάθε φορά που κατέβαινα και έπαιζα με τους γυρίνους. Αυτές οι αναρριχώμενες τριανταφυλλιές ποτέ δεν σε πλήγωναν. Δεν είχαν αγκάθια. Ακόμα και σήμερα εκεί βρίσκονται, μετά από τόσα χρόνια, και είναι οι μόνες που έμειναν σε όλη την περιοχή. Ένα κομμάτι αυτού του ρέματος απέμεινε σαν διαχρονικό μνημείο της φύσης στη Θεσσαλονίκη, και είναι από τα τελευταία που έμειναν ανέπαφα, από τις ελάχιστες φυσικές εστίες πρασίνου, μια από αυτές που φοβάμαι ότι δεν θα γλιτώσουν από τη λεγόμενη διευθέτηση, δηλαδή από το μπάζωμα και το τσιμέντο. Και η βρύση εκείνη τρέχει ακόμα νερό.

Μερικές φορές, περπατώντας στις όχθες εκείνου του ρέματος ανεβαίναμε μέχρι την Τριανδρία, ή και φτάναμε μέχρι μέσα στο δάσος του Σέιχ-Σου. Άλλες φορές κατηφορίζαμε, περνούσαμε από τον Μακεδονικό τάφο του 3ου π.Χ. αιώνα και φτάναμε στην περιοχή Κυβέλεια. Στη Σχολή Τυφλών, όπου κατέληγε αυτό το ρέμα λίγο πριν καταλήξει στη θάλασσα, δεν τόλμησα να φτάσω τότε. Αργότερα όμως, ως φοιτήτρια, το ίδιο ρέμα το συναντούσα λίγο πιο κάτω από τα Κυβέλεια, κατεβαίνοντας προς την «Τσαπατσάρενα», μια ταβέρνα υποτίθεται μόνον για άντρες, η οποία βρισκόταν κοντά στη συνάντηση της οδού Καλλιδοπούλου με την οδό Δελφών. Την ταβέρνα την διηύθυνε μια μαυροντυμένη γεμάτη γυναίκα και σέρβιρε μόνον φασόλια γίγαντες και λαχανοσαλάτα μαζί με βαρελίσια ρετσίνα. Οι λίγες φοιτήτριες που κάναμε τότε την επανάστασή μας και παραβιάσαμε το άβατο, σ’ αυτό το μαγαζί ήμασταν σαν τη μύγα μεσα στο γάλα. Όμως σύντομα, το σπίτι που στέγαζε την ταβέρνα το γκρέμισαν και τη θέση της ταβέρνας την πήρε κάτι σαν σκουπιδότοπος.

Έκανα τότε κωπηλασία, αρχικά στο Κωπηλατικό Τμήμα του Πανεπιστημίου. Ήταν στην οδό Σοφούλη, στο μοναδικό κομμάτι παραθαλάσσιας αμμουδιάς μέσα στην πόλη της Θεσσαλονίκης. Πηγαίνοντας προς τα εκεί συναντούσα το ρέμα Αλλατίνη ή Ντεπώ. Ένα κομμάτι του σώζεται ακόμη και σήμερα δίπλα από τη Βίλλα Μπιάνκα. Όταν έκανα μεταγραφή στον Ιστιοπλοϊκό Όμιλο, έκανα με τα πόδια από την Κάτω Τούμπα μέχρι τον Ιστιοπλοϊκό ένα τέταρτο της ώρας και στη διαδρομή συναντούσα άλλο ρέμα, το Μεγάλο Ρέμα ή Λάκκο των Πουλιών, ένα ρέμα με πολλές διακλαδώσεις. Είχε συνολικό μήκος κλάδων 90 χιλιόμετρα και η υδρολογική λεκάνη του, ή λεκάνη απορροής, είχε έκταση 28,7 τετραγωνικών χιλιομέτρων. Αυτό λένε οι μελέτες που συσχετίζουν τα ρέματα με γεωλογικά ρήγματα.

Το γεφυράκι του Μεγάλου Ρέματος 2010 © Β. Γ.

Ο κεντρικός κλάδος του Λάκκου των Πουλιών ερχόταν από την περιοχή Χαριλάου. Αργότερα, πάνω σ’ αυτό το ρέμα, ή ακριβέστερα πάνω σε ένα μπαζωμένο κομμάτι του μεταξύ των οδών Διστόμου και Γενναδίου, στο ύψος του εργοστασίου «Αλυσίδα», κτίστηκε το Α’ Γυμνάσιο Χαριλάου. Λειτουργεί και σήμερα. Πρώτος διδάξας την καταπάτηση των ρεμάτων είναι βέβαια το ίδιο το κράτος. Στο Γυμνάσιο αυτό, ως καθηγήτρια πια, δίδαξα στα παιδιά Μαθηματικά και Περιβαλλοντική Εκπαίδευση. Μάλιστα, το έτος 1986, στα πλαίσια του μαθήματος της Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης, φυτέψαμε 300 περίπου δένδρα στην αυλή του Γυμνασίου.

Ένας κλάδος του Λάκκου των Πουλιών, καθώς προχωρά κανείς προς προς τα ψηλότερα, συναντά την Περιφερειακή Τάφρο της Θεσσαλονίκης. Από το σημείο εκείνο, περπατώντας πάνω στο ανάχωμα της τάφρου, μπορείς να φτάσεις μέχρι την οδό Λαμπράκη, στην Άνω Τούμπα. Στη διαδρομή υπάρχει και ένα απομεινάρι βυζαντινού γεφυριού. Σ ’ αυτό το κομμάτι μπορείς να δεις κάθε μέρα πεζοπόρους και ποδηλάτες να κάνουν τη βόλτα τους πάνω στο ανάχωμα. Κάποτε τα μικρά παιδιά έφτιαχναν τσουλήθρες στις χωμάτινες πλαγιές του. Αν το ανάχωμα συνεχιζόταν και από την άλλη πλευρά, θα μπορούσες να φτάσεις μέχρι τον Φοίνίκα. Μερικές φορές βλέπεις να έρχεται από την κατεύθυνση αυτή κάποιο άλογο, βόσκοντας ελεύθερα μέσα στην πράσινη κοίτη της Τάφρου.

Η Τάφρος ήταν το μεγάλο έργο της Θεσσαλονίκης, που κατασκευάστηκε παλιά, επί υπουργού Δημοσίων Έργων Κων. Καραμανλή, αν δεν κάνω λάθος. Φτιάχτηκε την εποχή εκείνη με σκοπό να μαζεύει όλα τα νερά της βροχής που κατεβαίνουν από το Σέιχ-Σου και να τα διοχετεύει προς τη θάλασσα, ώστε να μπορούν να μπαζωθούν τα ρέματα που τα μάζευαν προηγουμένως. Όμως τα κατάφερε; Μάλλον όχι! Σε κάθε δυνατή νεροποντή μαζεύει μόνον λίγα από τα νερά. Και αφού δεν υπάρχουν πια οι χείμαρροι, δηλαδή τα ρέματα της Θεσσαλονίκης, όλοι οι δρόμοι γίνονται χείμαρροι. Δεν θα ξεχάσω εκείνη τη φορά που οι πνιγμένοι αρουραίοι κατέβαιναν μαζί με τα νερά στο δρόμο-χείμαρρο, μπροστά από το σπίτι μου, κυλώντας προς την κατεύθυνση της θάλασσας. Την Καθαρά Δευτέρα μας έντυναν καρναβάλια και μας πήγαιναν στον Κεδρηνό λόφο, εκεί που είναι σήμερα ο ζωολογικός κήπος. Εκεί κατέβαινε από το Σέιχ-Σου ένα παρακλάδι από το λεγόμενο Διαβολόρεμα. Κατέληγε στη θάλασσα περίπου στο σημείο όπου χτίστηκε το Νέο Δημαρχείο. Σ’ αυτό το ρέμα, ψηλά πάνω από τον Κεδρηνό λόφο, κάναμε τακτικά πεζοπορία μαζί με φίλους και τα παιδιά μας και μαζεύαμε πευκομανίταρα. Όμως, εξαιτίας του τρόπου κατασκευής της περιφερειακής οδού, η απευθείας πρόσβαση με τα πόδια είναι δύσκολη και το δάσος σχεδόν αποκλείσθηκε από την πόλη. Δεν λέω, η περιφερειακή οδός ήταν χρήσιμη, αλλά θα μπορούσε να κατασκευαστεί διαφορετικά, με τούνελ και με κοιλαδογέφυρες. Θα κόστιζε λίγο παραπάνω, αλλά δεν θα χανόταν η συνέχεια της πόλης με το δάσος.

Την Καθαρά Δευτέρα, όταν ήμουν έφηβη, μεγάλες παρέες παίρναμε τα μονοπάτια και πηγαίναμε με τα πόδια μέχρι την τοποθεσία «Τρία αδέλφια», ψηλά στον Χορτιάτη. Σαν ανάβαση βουνού δύσκολου μας φαίνονταν το πέρασμα του ρέματος στα Πλατανάκια, λίγο πάνω από το Πανόραμα. Εκεί είναι το σημείο όπου ενώνονται δύο ρέματα που κατεβαίνουν από τον Χορτιάτη. Το νερό έτρεχε με ορμή δίπλα στο απομεινάρι του βυζαντινού νερόμυλου. Τοτε ήταν σπουδαίος όποιος κατάφερνε και περνούσε το ρέμα χωρίς να βραχεί.

Φαίνεται πως από τότε μου έμεινε η συνήθεια να προτιμώ να περπατώ δίπλα στα ρέματα όταν βαδίζω μέσα στο δάσος, και αργότερα, μεγάλη, να μαζεύω μανιτάρια. Όταν υπήρχε ο Σύλλογος Εθελοντικής Δασοπροστασίας, στις περιπολίες μέσα στο δάσος για πρόληψη πυρκαγιών παίρναμε μαζί μας και τη γιαγιά Ευτέρπη ή αλλιώς Μετελσαρά (που σημαίνει παραμυθού), ογδόντα τόσο χρονών. Τότε ήταν που συνάντησα για πρώτη φορά φυτά κάπαρης ψηλά στο δάσος, φυτά που συνήθως αναπτύσσονται δίπλα στη θάλασσα. Ο γιος μου ήταν ακόμη στην περπατούρα όταν έκανε το πρώτο του πικ-νικ στα Πλατανάκια. Δεν υπήρχε ακόμη το αναψυκτήριο. Τα επόμενα χρόνια, πάρα πολλές φορές κατηφορήσαμε το μονοπάτι δίπλα στο ρέμα, αλλά ποτέ δεν φτάσαμε μέχρι την κατάληξή του στη Θέρμη. Παίρναμε τα παιδιά, μικρά τότε, και ψάχναμε για βατραχάκια και για ψάρια του γλυκού νερού. Βλέπαμε σκίουρους να σκαρφαλώνουν στα δένδρα και μαζεύαμε μανιτάρια. Η χαρά των παιδιών ήταν απερίγραπτη.

Δεν ξαναπάτησα στο δάσος από τότε που κάηκε. Με πονούσε, δεν μπορούσα να το βλέπω καμένο. Πολλές φορές αναρωτήθηκα πώς θα ήταν άραγε η Θεσσαλονίκη αν δεν είχαν μπαζώσει τα ρέματα και αν τα είχαν χρησιμοποιήσει ως χώρους αναψυχής, όπως κάνουν στις μεγάλες πόλεις άλλων χωρών. Φαντάζομαι να διάσχιζαν τη Θεσσαλονίκη πράσινοι αεραγωγοί, από το δάσος του Σέιχ-Σου μέχρι τη θάλασσα. Θα έκαναν το κλίμα ηπιότερο και ίσως θα γλύτωναν κάπως την πόλη από το θόρυβο των κλιματιστικών.
Σίγουρα, για να γίνει κάτι τέτοιο θα χρειαζόταν φωτισμένοι Έλληνες, από αυτούς που βλέπουν μακριά, που πράττουν με γνώμονα όχι μόνο το βραχυπρόθεσμο προσωπικό συμφέρον τους αλλά κοιτούν λίγο και προς το μέλλον. Όμως, όταν τα κύμβαλα αλαλάζουν, οι χαμηλών τόνων άνθρωποι δεν ακούγονται.

Το κείμενο αυτό πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Θεσσαλονικέων Πόλις», τεύχος 9/32, Ιούνιος 2010. Αναδημοσιεύεται εδώ με μικρές αλλαγές που έγιναν από την συγγραφέα,

Βενετία Γαζίλα, Γλυπτό, χυτό αλουμίνιο, 2004, Πολιτιστικό Κέντρο – Λαογραφικό Μουσείο Αθύτου, Χαλκιδική
Στην όχθη του ποταμού Άρνου, Φλωρεντία, 1989
This entry was posted in Uncategorized. Bookmark the permalink.

Σχολιάστε