Γνώρισα και γλυκά νερά – ή, αλλιώς, τα ρέματα της Θεσσαλονίκης

της Βενετίας Γαζίλα

Το ρέμα πίσω από το σπίτι της γιαγιάς μου στην αρχή της οδού Κυζίκου, στην Κάτω Τούμπα, έχασκε μπροστά στα μάτια μου σαν μια τεράστια χαράδρα, μικρό παιδί σαν ήμουν. Ένα μικρό σιδερένιο γεφυράκι ένωνε τη μια όχθη με την άλλη και ένας φόβος με κυρίευε κάθε φορά που το περνούσα. Σήμερα υπάρχει στη θέση του ένα μικρό πάρκο. Με τα χρόνια, τη θέση του σπιτιού της γιαγιάς την πήρε μια πολυκατοικία. Στον ακάλυπτο της, δηλαδή δίπλα στο άλλοτε ρέμα, φύτεψα μια κληματαριά. Γρήγορα θέριεψε. Θα πρέπει να βρήκε νερό. Έγινε τεράστια. Μέχρι και η συκιά δίπλα της πέταξε μια εναέρια ρίζα και την έμπηξε δίπλα στην κληματαριά. Αυτή η κληματαριά σε δυο-τρία χρόνια έφτασε σε ύψος μέχρι τον τέταρτο όροφο.Έτσι, οι φυλλοσκόποι, τα μικρά πουλιά που την εντόπισαν, επισκέπτονται κάθε φθινόπωρο το μπαλκόνι μας αναζητώντας τροφή.

Εκείνο το ρέμα κατέβαινε από το τότε Γυμνάσιο της Τούμπας (που σήμερα είναι Δημοτικό σχολείο), πίσω από το σπίτι της γιαγιάς, και κατευθυνόταν προς τον συνοικισμό Χιρς, όπου συναντούσε το ρέμα της ΥΦΑΝΕΤ ή αλλιώς ρέμα Κωνσταντινίδη.

Το Δημοτικό σχολείο μου ήταν στην οδό Βαλτετσίου, δίπλα σ’ αυτό το ρέμα της ΥΦΑΝΕΤ. Μια βρύση έτρεχε συνεχώς νερό· τεράστιες κίτρινες και άσπρες τριανταφυλλιές έζωναν τις πλαγιές του ρέματος, οι οποίες φάνταζαν στα μάτια μου σαν όχθες ποταμού κάθε φορά που κατέβαινα και έπαιζα με τους γυρίνους. Αυτές οι αναρριχώμενες τριανταφυλλιές ποτέ δεν σε πλήγωναν. Δεν είχαν αγκάθια. Ακόμα και σήμερα εκεί βρίσκονται, μετά από τόσα χρόνια, και είναι οι μόνες που έμειναν σε όλη την περιοχή. Ένα κομμάτι αυτού του ρέματος απέμεινε σαν διαχρονικό μνημείο της φύσης στη Θεσσαλονίκη, και είναι από τα τελευταία που έμειναν ανέπαφα, από τις ελάχιστες φυσικές εστίες πρασίνου, μια από αυτές που φοβάμαι ότι δεν θα γλιτώσουν από τη λεγόμενη διευθέτηση, δηλαδή από το μπάζωμα και το τσιμέντο. Και η βρύση εκείνη τρέχει ακόμα νερό.

Μερικές φορές, περπατώντας στις όχθες εκείνου του ρέματος ανεβαίναμε μέχρι την Τριανδρία, ή και φτάναμε μέχρι μέσα στο δάσος του Σέιχ-Σου. Άλλες φορές κατηφορίζαμε, περνούσαμε από τον Μακεδονικό τάφο του 3ου π.Χ. αιώνα και φτάναμε στην περιοχή Κυβέλεια. Στη Σχολή Τυφλών, όπου κατέληγε αυτό το ρέμα λίγο πριν καταλήξει στη θάλασσα, δεν τόλμησα να φτάσω τότε. Αργότερα όμως, ως φοιτήτρια, το ίδιο ρέμα το συναντούσα λίγο πιο κάτω από τα Κυβέλεια, κατεβαίνοντας προς την «Τσαπατσάρενα», μια ταβέρνα υποτίθεται μόνον για άντρες, η οποία βρισκόταν κοντά στη συνάντηση της οδού Καλλιδοπούλου με την οδό Δελφών. Την ταβέρνα την διηύθυνε μια μαυροντυμένη γεμάτη γυναίκα και σέρβιρε μόνον φασόλια γίγαντες και λαχανοσαλάτα μαζί με βαρελίσια ρετσίνα. Οι λίγες φοιτήτριες που κάναμε τότε την επανάστασή μας και παραβιάσαμε το άβατο, σ’ αυτό το μαγαζί ήμασταν σαν τη μύγα μεσα στο γάλα. Όμως σύντομα, το σπίτι που στέγαζε την ταβέρνα το γκρέμισαν και τη θέση της ταβέρνας την πήρε κάτι σαν σκουπιδότοπος.

Έκανα τότε κωπηλασία, αρχικά στο Κωπηλατικό Τμήμα του Πανεπιστημίου. Ήταν στην οδό Σοφούλη, στο μοναδικό κομμάτι παραθαλάσσιας αμμουδιάς μέσα στην πόλη της Θεσσαλονίκης. Πηγαίνοντας προς τα εκεί συναντούσα το ρέμα Αλλατίνη ή Ντεπώ. Ένα κομμάτι του σώζεται ακόμη και σήμερα δίπλα από τη Βίλλα Μπιάνκα. Όταν έκανα μεταγραφή στον Ιστιοπλοϊκό Όμιλο, έκανα με τα πόδια από την Κάτω Τούμπα μέχρι τον Ιστιοπλοϊκό ένα τέταρτο της ώρας και στη διαδρομή συναντούσα άλλο ρέμα, το Μεγάλο Ρέμα ή Λάκκο των Πουλιών, ένα ρέμα με πολλές διακλαδώσεις. Είχε συνολικό μήκος κλάδων 90 χιλιόμετρα και η υδρολογική λεκάνη του, ή λεκάνη απορροής, είχε έκταση 28,7 τετραγωνικών χιλιομέτρων. Αυτό λένε οι μελέτες που συσχετίζουν τα ρέματα με γεωλογικά ρήγματα.

Το γεφυράκι του Μεγάλου Ρέματος 2010 © Β. Γ.

Ο κεντρικός κλάδος του Λάκκου των Πουλιών ερχόταν από την περιοχή Χαριλάου. Αργότερα, πάνω σ’ αυτό το ρέμα, ή ακριβέστερα πάνω σε ένα μπαζωμένο κομμάτι του μεταξύ των οδών Διστόμου και Γενναδίου, στο ύψος του εργοστασίου «Αλυσίδα», κτίστηκε το Α’ Γυμνάσιο Χαριλάου. Λειτουργεί και σήμερα. Πρώτος διδάξας την καταπάτηση των ρεμάτων είναι βέβαια το ίδιο το κράτος. Στο Γυμνάσιο αυτό, ως καθηγήτρια πια, δίδαξα στα παιδιά Μαθηματικά και Περιβαλλοντική Εκπαίδευση. Μάλιστα, το έτος 1986, στα πλαίσια του μαθήματος της Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης, φυτέψαμε 300 περίπου δένδρα στην αυλή του Γυμνασίου.

Ένας κλάδος του Λάκκου των Πουλιών, καθώς προχωρά κανείς προς προς τα ψηλότερα, συναντά την Περιφερειακή Τάφρο της Θεσσαλονίκης. Από το σημείο εκείνο, περπατώντας πάνω στο ανάχωμα της τάφρου, μπορείς να φτάσεις μέχρι την οδό Λαμπράκη, στην Άνω Τούμπα. Στη διαδρομή υπάρχει και ένα απομεινάρι βυζαντινού γεφυριού. Σ ’ αυτό το κομμάτι μπορείς να δεις κάθε μέρα πεζοπόρους και ποδηλάτες να κάνουν τη βόλτα τους πάνω στο ανάχωμα. Κάποτε τα μικρά παιδιά έφτιαχναν τσουλήθρες στις χωμάτινες πλαγιές του. Αν το ανάχωμα συνεχιζόταν και από την άλλη πλευρά, θα μπορούσες να φτάσεις μέχρι τον Φοίνίκα. Μερικές φορές βλέπεις να έρχεται από την κατεύθυνση αυτή κάποιο άλογο, βόσκοντας ελεύθερα μέσα στην πράσινη κοίτη της Τάφρου.

Η Τάφρος ήταν το μεγάλο έργο της Θεσσαλονίκης, που κατασκευάστηκε παλιά, επί υπουργού Δημοσίων Έργων Κων. Καραμανλή, αν δεν κάνω λάθος. Φτιάχτηκε την εποχή εκείνη με σκοπό να μαζεύει όλα τα νερά της βροχής που κατεβαίνουν από το Σέιχ-Σου και να τα διοχετεύει προς τη θάλασσα, ώστε να μπορούν να μπαζωθούν τα ρέματα που τα μάζευαν προηγουμένως. Όμως τα κατάφερε; Μάλλον όχι! Σε κάθε δυνατή νεροποντή μαζεύει μόνον λίγα από τα νερά. Και αφού δεν υπάρχουν πια οι χείμαρροι, δηλαδή τα ρέματα της Θεσσαλονίκης, όλοι οι δρόμοι γίνονται χείμαρροι. Δεν θα ξεχάσω εκείνη τη φορά που οι πνιγμένοι αρουραίοι κατέβαιναν μαζί με τα νερά στο δρόμο-χείμαρρο, μπροστά από το σπίτι μου, κυλώντας προς την κατεύθυνση της θάλασσας. Την Καθαρά Δευτέρα μας έντυναν καρναβάλια και μας πήγαιναν στον Κεδρηνό λόφο, εκεί που είναι σήμερα ο ζωολογικός κήπος. Εκεί κατέβαινε από το Σέιχ-Σου ένα παρακλάδι από το λεγόμενο Διαβολόρεμα. Κατέληγε στη θάλασσα περίπου στο σημείο όπου χτίστηκε το Νέο Δημαρχείο. Σ’ αυτό το ρέμα, ψηλά πάνω από τον Κεδρηνό λόφο, κάναμε τακτικά πεζοπορία μαζί με φίλους και τα παιδιά μας και μαζεύαμε πευκομανίταρα. Όμως, εξαιτίας του τρόπου κατασκευής της περιφερειακής οδού, η απευθείας πρόσβαση με τα πόδια είναι δύσκολη και το δάσος σχεδόν αποκλείσθηκε από την πόλη. Δεν λέω, η περιφερειακή οδός ήταν χρήσιμη, αλλά θα μπορούσε να κατασκευαστεί διαφορετικά, με τούνελ και με κοιλαδογέφυρες. Θα κόστιζε λίγο παραπάνω, αλλά δεν θα χανόταν η συνέχεια της πόλης με το δάσος.

Την Καθαρά Δευτέρα, όταν ήμουν έφηβη, μεγάλες παρέες παίρναμε τα μονοπάτια και πηγαίναμε με τα πόδια μέχρι την τοποθεσία «Τρία αδέλφια», ψηλά στον Χορτιάτη. Σαν ανάβαση βουνού δύσκολου μας φαίνονταν το πέρασμα του ρέματος στα Πλατανάκια, λίγο πάνω από το Πανόραμα. Εκεί είναι το σημείο όπου ενώνονται δύο ρέματα που κατεβαίνουν από τον Χορτιάτη. Το νερό έτρεχε με ορμή δίπλα στο απομεινάρι του βυζαντινού νερόμυλου. Τοτε ήταν σπουδαίος όποιος κατάφερνε και περνούσε το ρέμα χωρίς να βραχεί.

Φαίνεται πως από τότε μου έμεινε η συνήθεια να προτιμώ να περπατώ δίπλα στα ρέματα όταν βαδίζω μέσα στο δάσος, και αργότερα, μεγάλη, να μαζεύω μανιτάρια. Όταν υπήρχε ο Σύλλογος Εθελοντικής Δασοπροστασίας, στις περιπολίες μέσα στο δάσος για πρόληψη πυρκαγιών παίρναμε μαζί μας και τη γιαγιά Ευτέρπη ή αλλιώς Μετελσαρά (που σημαίνει παραμυθού), ογδόντα τόσο χρονών. Τότε ήταν που συνάντησα για πρώτη φορά φυτά κάπαρης ψηλά στο δάσος, φυτά που συνήθως αναπτύσσονται δίπλα στη θάλασσα. Ο γιος μου ήταν ακόμη στην περπατούρα όταν έκανε το πρώτο του πικ-νικ στα Πλατανάκια. Δεν υπήρχε ακόμη το αναψυκτήριο. Τα επόμενα χρόνια, πάρα πολλές φορές κατηφορήσαμε το μονοπάτι δίπλα στο ρέμα, αλλά ποτέ δεν φτάσαμε μέχρι την κατάληξή του στη Θέρμη. Παίρναμε τα παιδιά, μικρά τότε, και ψάχναμε για βατραχάκια και για ψάρια του γλυκού νερού. Βλέπαμε σκίουρους να σκαρφαλώνουν στα δένδρα και μαζεύαμε μανιτάρια. Η χαρά των παιδιών ήταν απερίγραπτη.

Δεν ξαναπάτησα στο δάσος από τότε που κάηκε. Με πονούσε, δεν μπορούσα να το βλέπω καμένο. Πολλές φορές αναρωτήθηκα πώς θα ήταν άραγε η Θεσσαλονίκη αν δεν είχαν μπαζώσει τα ρέματα και αν τα είχαν χρησιμοποιήσει ως χώρους αναψυχής, όπως κάνουν στις μεγάλες πόλεις άλλων χωρών. Φαντάζομαι να διάσχιζαν τη Θεσσαλονίκη πράσινοι αεραγωγοί, από το δάσος του Σέιχ-Σου μέχρι τη θάλασσα. Θα έκαναν το κλίμα ηπιότερο και ίσως θα γλύτωναν κάπως την πόλη από το θόρυβο των κλιματιστικών.
Σίγουρα, για να γίνει κάτι τέτοιο θα χρειαζόταν φωτισμένοι Έλληνες, από αυτούς που βλέπουν μακριά, που πράττουν με γνώμονα όχι μόνο το βραχυπρόθεσμο προσωπικό συμφέρον τους αλλά κοιτούν λίγο και προς το μέλλον. Όμως, όταν τα κύμβαλα αλαλάζουν, οι χαμηλών τόνων άνθρωποι δεν ακούγονται.

Το κείμενο αυτό πρωτοδημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Θεσσαλονικέων Πόλις», τεύχος 9/32, Ιούνιος 2010. Αναδημοσιεύεται εδώ με μικρές αλλαγές που έγιναν από την συγγραφέα,

Βενετία Γαζίλα, Γλυπτό, χυτό αλουμίνιο, 2004, Πολιτιστικό Κέντρο – Λαογραφικό Μουσείο Αθύτου, Χαλκιδική
Στην όχθη του ποταμού Άρνου, Φλωρεντία, 1989
Posted in Uncategorized | Σχολιάστε

Μαύρο Χιόνι

Για τη Βενετία, που είχε γεννηθεί Μάρτη μήνα

Τώρα δεν διασχίζεις με τα σκι το βουνό

χορεύοντας σαν τη Ζωγραφιστή Κυρία

σε μετανάστευση πέρα από τη γραμμή των Άλπεων

ή στο Βέρμιο, όπου είχαν κήπους κρυστάλλων οι Βρύγες

πριν τους μολύνει η αρρώστια του χρυσού,

ψηλά, χίλια εννιακόσια μέτρα, κορφή Ασούρμπασι.

Δεν πέφτουν εκεί νιφάδες που αστράφτουν σαν Lilium candidum.

Έκρυψαν οι Χιονάδες τα δυο μικρά τους λοφία

πέταξαν στις σπαρμένες με ήλεκτρο ακτές του Βορρά.

Αν και πέρασαν τόσα χρόνια είμαι ακόμη εδώ, δυστυχώς.

Πάω στα μικρά βράχια, εκεί που πήγαινες πάντα μόνη

Μετά στο σπίτι· όπως το άφησες, σκεπασμένο από τα φυτά

Πέρα από τους γκρεμούς η άφυτις βαθιά θάλασσα

Και δεν αντέχω να βλέπω νερά σμαράγδινα εκεί κάτω.

Δεν ξέρω πια. Υπάρχουν τώρα τα Μαύρα Δάση, σμίγει νερό και φωτιά;

Στην Αλμωπία ή στο Καλβ παίζουν Παιχνίδια με Γυάλινες Χάντρες;

Παγώνει η Βαλτική; Μένουν ανεξιχνίαστοι κι άλλοι φόνοι;

Τρέχει ο καταρράχτης στα Κύθηρα; Δίνουν απάντηση οι στίχοι

του Ι Τζινγκ;

Πως ηχούσε χρησμούς η αλυσίδα της άγκυρας στο λιμάνι ;

Τι έλεγαν τα πουλιά ψηλά στα κλαδιά της φτελιάς;

Πρόλαβες άραγε να εικονίσεις σ’ έναν και μόνο πίνακα

τη μεγαλύτερη καταστροφή, την ιστορία του κόσμου;

Διεκδίκησες άραγε κάποτε τη δική μας,

τη μικρή αυτοκαταστροφή, τον λυγμό που τερμάτισε

δεκαετίες που αντέχαμε, ξέροντας ότι ζούμε

σε εποχή μίζερη, αφιλόξενη γι΄ αμετανόητους

ακόμη πιο σκληρή για τους μετανοούντες;

Έτσι ή αλλιώς – είσαι-δεν-είσαι τώρα εδώ,

δεν θα σου αφήσω καμιά ευκαιρία.

Πως να μη διεκδικήσω μόνος, αποκλειστικός, αυτό το φορτίο;

Πως να μη γίνει δικό μου, σαν δεύτερο σώμα, αυτό το βάρος;

Υπάρχει άλλος τρόπος για να μείνω ένα μαζί σου;

Μαζί ήπιαμε το φαρμάκι, κανείς δεν είπε «προσέξτε». Δικό μου τώρα.

Διαπερνά κάθε ιστό, με κρατάει εδώ· τι παράξενο, σα να ελαφρώνει,

όπως ελάφρωναν φόβους εκείνες οι εικόνες αγίων που έφτιαχνες

επειδή για ένα μικρό παιδί δεν αρκεί μόνον ένας προστάτης άγγελος.

Για όλα αυτά, λέω, καμιά λησμοσύνη, καμιά καταφυγή

Άλλωστε, ξέρω, στην εφηβεία σου διάβαζες Δάντη,

πάντα αγαπούσες το λευκό, το γαλάζιο κι όλα τα χρώματα

μαζί και το μαύρο, αλλά μαύρο ουρανού έναστρου

ή ουρανού και θάλασσας νύχτες δίχως σελήνη και άστρα,

ποτέ το μαύρο μαύρου χιονιού, εκεί που ο δρόμος ο ευθύς έχει χαθεί.

Πως να ησυχάσουμε, να μην ακούμε λέξεις που στέλνεις;

Πάντα, όλα όσα φοβόσουν συμβαίνουν

κι εκείνα που είχες ελπίσει είναι αυτά που μας λείπουν.

Γ.

1. Zωγραφιστή Κυρία: Vanessa cardui, ζεί σε όλη την Ευρώπη και ανεβαίνει μέχρι το υψόμετρο των 3.000 μέτρων. Περνάει τις Άλπεις για να μεταναστεύσει βορείως και νοτίως της οροσειράς, ανάλογα με την εποχή. Το καλοκαίρι φθάνει μέχρι και πέρα από τον Αρκτικό Κύκλο. Τη βρίσκουμε ακόμη και στην Ισλανδία.

2. Οι Βρύγες, σύμφωνα με μια από τις επικρατέστερες απόψεις της αρχαιολογικής επιστήμης, άφησαν τα πρώτα ίχνη τους γύρω στο 1500 π.Χ. στα αρχαιολογικά κατάλοιπα του πολιτισμού Lausitz στην Κεντρική Ευρώπη και στη βόρεια Βαλκανική Χερσόνησο. Η γλώσσα τους είχε συγγένειες με πρώιμες διαλέκτους της Αρχαίας Ελληνικής και με άλλες Παλαιοβαλκανικές γλώσσες, όπως των Θρακικών φυλών, των Παιόνων, των Αγριάνων, των Δαρδάνων, των Μοισών και των Τριβαλλών. Αρχαιολογικά ίχνη τους από την εποχή λίγο πριν και γύρω στο 1000 π.Χ., με ταφές και πολλά χαρακτηριστικά αντικείμενα αγγειοπλαστικής καθώς επίσης αγγεία και κοσμήματα από μέταλλο, συναντώνται στην Δυτική και Κεντρική Μακεδονία, στη σημερινή Βόρεια Μακεδονία, ιδίως στην κοιλάδα του Αξιού και στις περιοχές του Πρίλεπ και του Μοναστηρίου (Μπίτολα), στην Ήπειρο και στην Αλβανία. Δημιουργήματά τους ήταν, μεταξυ άλλων, το πρώιμο ανακτορικό συγκρότημα και τα πρώτα ταφικά συγκροτήματα στη Βεργίνα, τα οποία κληρονόμησαν αργότερα οι Ιλλυριοί και στη συνέχεια η δυναστεία των Τημενιδών που κυβέρνησε τους αρχαίους Μακεδόνες. Ο Όμηρος αναφέρει τους Βρύγες ως συμμάχους των Τρώων. Η πρώτη καταγεγραμμένη αναφορά σε διασωζόμενα ιστορικά κείμενα, μάς έρχεται από τον Ηρόδοτο, ο οποίος γράφει για τους μυθικής ομορφιάς κήπους ενός βασιλιά τους με το όνομα Μίδας, στους πρόποδες του χιονισμένου όρους Βερμίου, με «αυτοφυή εξηντάφυλλα τριαντάφυλλα εξαιρετικής ευωδίας» και πηγές με δροσερό νερό. «Επείτε διέβησαν οἱ Τημενίδαι, μέγας οὕτω ἐρρύη ὥστε τοὺς ἱππέας μὴ οἵους τε γενέσθαι διαβῆναι. Οἱ δὲ ἀπικόμενοι ἐς ἄλλην γῆν τῆς Μακεδονίης οἴκησαν πέλας τῶν κήπων τῶν λεγομένων εἶναι Μίδεω τοῦ Γορδίεω, ἐν τοῖσι φύεται αὐτόματα ῥόδα, ἓν ἕκαστον ἔχον ἑξήκοντα φύλλα, ὀδμῇ τε ὑπερφέροντα τῶν ἄλλων, ἐν τούτοισι καὶ ὁ Σιληνὸς τοῖσι κήποισι ἥλω, ὡς λέγεται ὑπὸ Μακεδόνων, ὑπὲρ δὲ τῶν κήπων ὄρος κεῖται Βέρμιον οὔνομα, ἄβατον ὑπὸ χειμῶνος» (Ηρόδοτος, Ἱστορίαι 8.138.2). Πολλοί άλλοι αρχαίοι συγγραφείς μνημονεύουν ιστορίες για τις περιπλανήσεις τους στον βόρειο Ελλάδικό χώρο, στις Θρακικές Χώρες και στη Μικρά Ασία. Οι Βρύγες μετανάστευσαν, μάλλον κατά κύματα, στη Μικρά Ασία. Εγκαταστάθηκαν αρχικά στην Προποντίδα και τελικά στην περιοχή του ποταμού Σαγγάριου, προς τα ανατολικά η επικράτειά τους εκτείνονταν μέχρι την Άγκυρα. Εκεί έγιναν γνωστοί ως Φρύγες και άφησαν πολλά αρχαιολογικά και γραπτά μνημεία, μαζί με μύθους για έναν άλλο βασιλιά με το όνομα Μίδας και τις γνωστές ιστορίες για την παθολογική αγάπη του για τον χρυσό. Βλ. N. G. L. Hammond, Illyris, Epirus and Macedonia in the Early Iron Age, στο μέρος III THE BALKANS AND THE AEGEAN, Cambridge Ancient History, 3η έκδοση, 1982, τόμ. 3 μέρος 1, The Prehistory of the Balkans and the Middle East and the Aegean world, 10th to 8th Centuries π.Χ. σ. 642-649 https://archive.org/details/the-cambridge-ancient-history-vol.-3-part-1/page/643/mode/2up

3. Lilium candidum, το Κρίνο της Παναγίας

4. Χιονάδα: Σπίζα η χιονόβιος (Eremophila alpestris), είδος πουλιού συγγενικό με τη Γαλιάντρα και τον Κορυδαλλό, ζει το χειμώνα σε χιονισμένα βουνά της Βόρειας Ελλάδας όπως στο Βέρμιο, συνήθως σε υψόμετρα άνω των 1.500 μ. Μεταναστεύει το καλοκαίρι στις ακτές της Βαλτικής και αλλού στον Βορρά της Ευρώπης και της Ασίας

5. Το Παιχνίδι με τις Γυάλινες Χάντρες Hermann Hesse, Das Glasperlenspiel (1943) . This image has an empty alt attribute; its file name is hesse-1.jpg

6. O δρόμος ο ευθύς έχει χαθεί: Nel mezzo del cammin di nostra vita / mi ritrovai per una selva oscura / ché la diritta via era smarrita [Στου δρόμου της ζωής τη μέση / βρέθηκα σ’ ένα δάσος σκοτεινό / γιατί είχα χάσει το ευθύ το μονοπάτι], Dante Alighieri – Inferno – Canto I (αρχή – 1.1)

Posted in Uncategorized | Σχολιάστε

Ασβεστοχώρι

asv2

asv3OLYMPUS DIGITAL CAMERA

asv_ultim

OLYMPUS DIGITAL CAMERAvine_vignette1wolfCanesautum2asv5asv4autumnsambOLYMPUS DIGITAL CAMERAshiblOLYMPUS DIGITAL CAMERAhouse

Posted in Ο τόπος, Φύση/πολιτισμός | Σχολιάστε

Εθνική παρακμή και σκοτείνιασμα της «περιπόθητης πόλης». Το φθινόπωρο της Θεσσαλονίκης

Το κείμενο είναι του Γιώργου Β. Ριτζούλη και είχε δημοσιευτεί στο περιοδικό Σημειώσεις (τεύχος 66, 2006). Αναδημοσιεύεται εδώ με λίγες μικρές αλλαγές, κυρίως εκφραστικές ή γλωσσικές (Άνοιξη 2018)

Έχει ξεπέσει λοιπόν η Θεσσαλονίκη, το ομολογούν πολλοί, ανάμεσά τους και αξιόπιστοι παρατηρητές. Γερνάει άσχημα και επικίνδυνα, έγινε συνώνυμο των πιό συντηρητικών αντανακλαστικών ενώ μόλις πριν λίγα χρόνια έσφυζε από ενέργεια, ζεί καπελωμένη από τα ζεϊμπέκικα, το εθνικιστικό παραλήρημα και τον ασυγκράτητο τοπικισμό των δημοκρατικά εκλεγμένων της ή όσων θα έπρεπε κανονικά να είναι οι κήρυκες του «αγαπάτε αλλήλους».1 Και με ποιό θάρρος ν’ αντιλέγει κανείς, όταν διαπιστώσεις όπως αυτές, δεν έχουν μείνει προνόμια για οπαδούς της κοινωνικής ανατροπής ή για ριζοσπάστες κριτικούς του πολιτισμικού γίγνεσθαι, αλλά διατυπώνονται σε περίοπτη θέση εφημερίδων που εκπροσωπούν έγκυρα συντηρητικές πολιτικές και κοινωνικές κατευθύνσεις; Δεν είναι απαραίτητη κάποια ειδική ικανότητα παρατήρησης και κρίσης, αρκεί η όραση, η ακοή και η κοινή λογική για το σαφές συμπέρασμα.

Είναι όμως τα πράγματα όπως φαίνονται; Πρόκειται για φαινόμενο ιδιαίτερο και αξιοπερίεργο, μοναδικό στη χώρα; Συνέβη άραγε, απλά και μόνον επειδή κάποιοι νίκησαν και καπελώνουν τους ηττημένους; Μήπως πάλι, για τη συμφορά αυτή φταίνε μόνον οι τοπικές ή άλλες ειδικές συνθήκες (ανεργία, αποβιομηχάνιση, Βαλκανικές αναστατώσεις, αχόρταγοι Αθηναίοι); Στο γραπτό τούτο διατυπώνονται με τον έμμεσο τρόπο της τεθλασμένης δύο επιχειρήματα: Πρώτον, ότι το τοπικό είναι το εθνικό σε έντονη έξαρση παροξυσμού, τόση ώστε να φαίνεται γελοιογραφικό. Δεύτερον, ότι εκτός των άλλων, η σημερινή κατάσταση, για όσους δεν αισθάνονται μέσα της ευτυχείς, είναι ένα θλιβερό αυτογκόλ και είναι αδιανόητη χωρίς αυτή τη λεπτομέρεια.

Πρώτα-πρώτα, υπάρχει κάτι που θα φαίνεται σκάνδαλο στα μάτια των βόρειων αθηναιομάχων, άν το διακρίνουν: Ο μεγαλύτερος εραστής και υμνητής της σημερινής Θεσσαλονίκης είναι κατά ειρωνικό τρόπο ένας καλλιτέχνης από τη Νότια Ελλάδα, ο Θόδωρος Αγγελόπουλος. Φροντίζει να την έχει σε όλες σχεδόν τις ταινίες του, και όχι ως απλό σκηνικό· τη βρίσκει όμορφη, πολύ όμορφη. Και έτσι την κρίνει αυτός ο άνθρωπος, ίσως είναι πράγματι όμορφη. Όμως εκείνος την ομορφιά και το νόημα τα βρήκε αλλού, όχι σε αλαζονικές φαντασιώσεις και σε μεγάλες ιδέες, μόνο με επιφύλαξη και πολύ προσεκτικά σε ότι έρχεται από το παρελθόν, αλλά ούτε και τόσο στα θρυλούμενα περί «ερωτικής» πόλης του Θερμαικού. Για τον σκηνοθέτη, η ομορφιά της και το εσωτερικό της νόημα συντίθεται κυρίως από ομίχλη, νερό και χιόνι, από το λιμάνι και τα  βρεγμένα πλακόστρωτα, από ταπεινές συνοικίες παλιές και νέες, αλλά προπάντων από τη ζωή των ανθρώπων στο πέρασμά τους από αυτό τον τόπο. Συντίθεται από όσα μένουν άφθαρτα, λάμπουν και ιριδίζουν μέσα στον σωρό των ερειπίων που συσσωρεύει αδιάκοπα η Ιστορία και αυτό που αποκαλείται πρόοδος. Καθώς έρχονται οι νεότερες ταινίες, ο σκηνοθέτης ψάχνει για ομορφιά και νόημα στο ρημαγμένο βιομηχανικό τοπίο, στην μαραζωμένη αγορά, στους παλιούς και νέους πλάνητες, φυγάδες ή πολίτες του κόσμου, κυνηγημένους ή νοσταλγούς που επιστρέφουν, σε παιδιά των φαναριών, σε μεσήλικες που έζησαν και γνώρισαν την πόλη και μετά χάνονται στις πέντε ηπείρους, σε γέροντες που δεν θέλουν να πεθάνουν αλλού, σε τελετές χαράς ή πένθους, εδώ στη Θεσσαλονίκη του 21ου αιώνα.

eternityandaday

Συνέχεια

Posted in Καταστροφή, Νεοτερικότητα, Ο τόπος, Φύση/πολιτισμός | Tagged , , , , | Σχολιάστε

Άγγελοι της Ιστορίας και νεοτερικοί ψευδοπροφήτες

1. Τα διαπεραστικά βλέμματα της λογοτεχνίας και της τέχνης

Για πέταγμα η φτερούγα μου ανοιχτή

θα γύριζα ευχαρίστως πίσω

γιατί ατέλειωτη αν είχα τη ζωή

γραφτό μου θα ήταν ν’ ατυχήσω

Gershom Scholem, Xαιρετισμός του Angelus Novus

Ο Angelus Novus του Πάουλ Κλέε (Paul Klee), του Γκέρσομ Σόλεμ (Gershom Scholem) και του Βάλτερ Μπένγιαμιν (Walter Benjamin), όπως τον περιγράφει ο τρίτος στην 9η και πιο γνωστή από τις Θέσεις του για τη Φιλοσοφία της Ιστορίας, έχει στραμμένο το βλέμμα προς το παρελθόν, την πλάτη προς το μέλλον. Στον νεοτερικό άνθρωπο η ιστορία παρουσιάζεται με τη μορφή μιας αλυσίδας γεγονότων, όμως ο Άγγελος βλέπει μια συνεχή καταστροφή που συσσωρεύει ερείπια επί ερειπίων. Αυτό που εμείς αποκαλούμε πρόοδο, για εκείνον είναι θύελλα που έρχεται από τον Παράδεισο, από το παρελθόν που αιχμαλωτίζει την προσοχή του και τον σπρώχνει, αν και αντιστέκεται, εκεί απ’ όπου αποστρέφει το βλέμμα του: Προς τον άγνωστο τόπο του μέλλοντος. Συνέχεια

Posted in Διαφωτισμός, Ζωγραφική, Καταστροφή, Νεοτερικότητα, Φιλοσοφία | Tagged , , , , , | 1 σχόλιο

Φρειδερίκος Σίλλερ και Ουίλλιαμ Ουέρντσγουερθ: Η ιστορία ως καταστροφή και η ποιητική της επανόρθωσης

Friedrich Schiller:  Η Αισθητική παιδαγωγός της Φιλοσοφίας  και της  Πολιτικής

O καιρός του Φρειδερίκου Σίλλερ ήταν η κατά Χόμπσμπάουμ (E. J. Hobsbawm) Eποχή των επαναστάσεων. Tης Γαλλικής, που ακολούθησε την Αμερικανική, και της μετάδοσης των ιδεών τους σε όλη την Ευρωπαική ήπειρο. Ήταν η ιστορική στιγμή κατά την οποία θριάμβευε το πολιτικό στοιχείο, καθώς για πρώτη φορά τέθηκαν υπό αμφισβήτηση οι ελέω Θεού δεσποτείες. Κεντρική έννοια στο έργο του Σίλλερ είναι η ελευθερία.

Ο στρατιωτικός γιατρός από την επαρχιακή πολίχνη του γερμανικού νότου Μάρμπαχ (Marbach) ήταν θερμός συνοδοιπόρος της Γαλλικής Επανάστασης: «Όταν ο καταπιεσμένος δε βρίσκει πουθενά το δίκιο του…/Σαν τελευταία λύση, όταν δεν του απομένει πιά τίποτε…/άς πιάσει το σπαθί»1.

Ωστόσο, παρά την πρώτη εντύπωση, θα φανεί γρήγορα ότι ο Σουαβός δεν σκέφτεται με τον τυπικό τρόπο του Ιακωβίνου αστού και αυτό θα είχε καθοριστικές συνέπειες στο έργο του. Είδε το αδιέξοδο πολύ πριν αρχίσει η Ναπολεόντεια ερήμωση της ηπειρωτικής Ευρώπης μέσω του καταστροφικού και αυτοκαταστροφικού δυναμικού που απελευθέρωσε η πανεθνική κινητοποίηση και ο νεόκοπος παλλαϊκός στρατός. Μόλις η λαιμητόμος έπιασε δουλειά και άρχισαν οι αδελφοκτονίες μεταξύ των Παρισινών ηγετών, ο Σίλλερ διέκρινε ότι οι επαναστατικοί δημοκρατικοί θεσμοί ξέπεσαν «σ’ ένα χυδαίο και βάναυσο μηχανισμό». Αν και το έργο του είναι άκρως πολιτικό, έριχνε το βλέμμα του πέρα από την πολιτική, προς τη μακρά διάρκεια, και μπόρεσε να διακρίνει έγκαιρα ότι οι προσδοκίες για αποκατάσταση και για μια «νέα ακεραιότητα της φύσης», που είχε ήδη αρχίσει να συντρίβεται από τον τεχνικό πολιτισμό, δεν ήταν«τίποτε άλλο από ένα ωραίο φιλοσοφικό όνειρο»2, που χρειαζόταν πολύ καιρό μέχρι να πραγματοποιηθεί.

Ο ενθουσιασμένος με το απελευθερωτικό, αντιαπολυταρχικό ρεύμα που διέτρεχε την Ευρώπη, δεν είχε τις αυταπάτες πολλών συγχρόνων του και μεταγενέστερων. Από τα γραπτά του, λίγο πριν το 1800, μας φαίνεται σήμερα σαν να έβλεπε μακριά, βαθιά μέσα στον 20ό αιώνα. Ακριβώς επειδή ήταν ο κατεξοχήν ποιητής της ελευθερίας στην εποχή του, διέβλεπε ήδη ότι καμία πολιτική χειραφέτησης ως απελευθερωτικό όργανο δεν είναι πανάκεια. Έβλεπε την ανάγκη να στηθούν στο πλευρό της πολιτικής άλλα στηρίγματα, με βαθύτερα θεμέλια, ώστε αυτή να μην (αυτο)υπονομεύεται, και να μπορέσει ο άνθρωπος να πορευθεί όρθιος στο νεοτερικό κόσμο. Ο Σίλλερ είχε την τύχη να έχει δάσκαλο τον Κάντ, να βρίσκεται κοντά στον Χέγκελ όταν εκείνος έγραφε τα πρώτα του έργα, να είναι φίλος, και σε δημιουργικές συγκρούσεις, με τον Γκαίτε. Επίσης, να δημοσιεύει στο περιοδικό του Οι Ώρες (Die Horen) ποιήματα του Χαίλντερλιν (του συγκατοίκου στο ίδιο φοιτητικό δωμάτιο με τους Χέγκελ και Σέλλινγκ, που έμελλε να γίνει, αρνητικά παραγνωρισμένος, η οριακή μελανή σελίδα της βιογραφίας του Σίλλερ). Στην πρώιμη αρχή του, την εποχή που έγραψε το δράμα Οι Ληστές, συνυπήρξε με την πρώτη μετα-Διαφωτιστική υπέρβαση που ήρθε στον κόσμο ως Θύελλα και Ορμή (Sturm und Drang). Έπλεξε τόσο πυκνά στο δίχτυ του ποιητικού και φιλοσοφικού έργου του τα νήματα της Αισθητικής και της Ηθικής, ώστε υποθέσεις όπως του μεταγενέστερου Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι (και αργότερα του Μαξίμ Γκόρκι) ότι «η ομορφιά θα σώσει τον κόσμο», αν και ερχόταν από πολύ διαφορετικούς δρόμους, ηχούν πολύ σιλλερικές. Συνέχεια

Posted in Διαφωτισμός, Θεωρία, Καταστροφή, Κλασικοί, Νεοτερικότητα, Ρομαντισμός, Φύση/πολιτισμός, Φιλοσοφία | Tagged , , , , , , , , , , , , | 2 Σχόλια

Αντρέϊ Ρουμπλιόφ: Αγιογράφος του Μεσαίωνα ή Βόρειος Αναγεννησιακός;

Στον Σολάρις του Στάνισλαβ Λέμ όπως τον κινηματογράφησε ο Αντρέϊ Ταρκόφσκι, ο αστροναύτης Κρίς Κέλβιν έχει μιάν εικόνα στον προσωπικό του θάλαμo μέσα στον διαστημικό σταθμό, ένα αντίγραφο αγιογραφίας. Ένα αντίγραφο της διάσημης Αγίας Τριάδας του 1425, που ζωγράφισε για την εκκλησία του Ζαγκόρσκ ο Αντρέϊ Ρουμπλιόφ (1370 – 1430), ο κατά τον Γιάννη Κουνέλλη «θρυλικός Ρώσος ζωγράφος»i.

Ο Ίνγκμαρ Μπέργκμαν θεωρούσε μιάν άλλη ταινία του Ταρκόφσκι, τον «Ρουμπλιόφ», ως την καλύτερη ταινία που γυρίστηκε από καταβολής κινηματογράφου. Τι είναι αυτό που συνδέει τους δύο Ρώσους, τον μεσαιωνικό αγιογράφο και τον κινηματογραφιστή στο τέλος του Εικοστού Αιώνα;

Ο Ρουμπλιόφ ήταν σύγχρονος με τους καλλιτέχνες της Δυτικής Ευρώπης που έζησαν στο μεταίχμιο μεταξύ Γοτθικού Μεσαίωνα και Αναγέννησης: Έζησε ταυτόχρονα με πρώιμους Ιταλούς Αναγεννησιακούςii όπως οι Τζάκοπο Ντέλλα Κουέρτσια (Jacobo della Quercia), ο Μασάτσιο (Masaccio), ο Ντονατέλλο, ο Μπρουνελλέσκι, ο Πάολο Ουτσέλλο (Paolo Uccello) και ο Φρά Αντζέλικο. Ήταν σύγχρονος με τους πρώτους Γερμανόφωνους δασκάλους του Άνω Ρήνου- επιφανείς κληρονόμοι τους μερικές δεκαετίες αργότερα ήταν ο Σονγκάουερ (Schongauer), ο Ματίας Γκρύνεβαλντ (Matthias Grünewald), οι Χόλμπάιν (Holbein) και ο Ντύρερ (Albrecht Dürer). Σύγχρονος επίσης ήταν με τους τρείς αδελφούς Λίμπουργκ (Paul, Jean και Herman Limburg) και με τον πρωτο-Φλαμανδό Γιάν βαν Έυκ (Jan van Eyck), τον επιλεγόμενο και «Ιταλό από την Μπρύζ».iii Ο Τζιόττο είχε πεθάνει λίγο πρίν ή λίγο μετά τη γέννηση του Αντρέϊ. Συνέχεια

Posted in "Μείζων δε τούτων η αγάπη", Αναγέννηση, Βυζάντιο, Ζωγραφική | Tagged , , , , , , , | Σχολιάστε

Ernst Jünger – Στις Μαρμάρινες Βραχοπλαγιές

JungerΌλοι γνωρίζετε την άγρια μελαγχολία που μας κυριεύει, όταν ενθυμούμαστε καιρούς ευτυχίας. Πόσο αδύνατο είναι, αλήθεια, να τους φέρουμε πάλι πίσω, και είμαστε χωρισμένοι απ’ αυτούς πιο άσπλαχνα απ’ όσο χωρίζει η πιό μεγάλη απόσταση. Και με λάμψη που δεν έφθειρε ο χρόνος, προβάλλουν μαγευτικές οι εικόνες. Τις φέρνουμε πάλι στο μυαλό μας όπως το σώμα μιας νεκρής αγαπημένης που αναπαύεται βαθειά μέσα στη γή και εμφανίζεται σε μάς όπως στους αντικατοπτρισμούς της ερήμου, με μια υψηλότερη και πνευματικότερη λαμπρότητα. Κι όλο ψηλαφούμε πάλι μέσα στα διψασμένα όνειρά μας τα περασμένα, με κάθε λεπτομέρεια και σε κάθε πτυχή τους. Μας φαίνεται σαν να μην είχαμε τότε γεμίσει με κρασί μέχρι τα χείλη το ποτήρι της ζωής και της αγάπης. ωστόσο καμιά μεταμέλειά μας δεν φέρνει πίσω αυτό που παραμελήσαμε. Ώ, να μπορούσε να ήταν αυτή η αίσθηση ένα μάθημα, να το σκεφτόμαστε σε κάθε στιγμή ευτυχίας!

Και ακόμη πιο γλυκειά γίνεται η ανάμνηση εκείνων των χρόνων μας της σελήνης και του ήλιου, όταν αυτό που τους σταμάτησε είναι αιφνίδιος τρόμος. Τότε μόνον καταλαβαίνουμε, τι μεγάλη τύχη δίνεται σε μάς τους ανθρώπους, ακόμη και αν απλά ζούμε αποσυρμένοι στις μικρές μας παρέες, κάτω από ειρηνική στέγη, με ευχάριστες κουβέντες και με λόγια γεμάτα αγάπη, πρωί και βράδυ. Αχ, πάντα αναγνωρίζουμε πολύ αργά, ότι με αυτά και μόνον, το κέρας της αφθονίας ήταν απλόχερα ανοιχτό για χάρη μας. Συνέχεια

Posted in Καταστροφή, Κλασικοί, Νεοτερικότητα, Φύση/πολιτισμός | Tagged | 4 Σχόλια

Λογοτεχνία και αλήθεια: Πώς ήταν η πραγματική Θεσσαλονίκη;

bakogbyzantinithessaloniki7hyΜε τόσο τραυματικό τρόπο βιώθηκε στη χώρα μας μετά το 1990 η «θερμή φάση» της Βαλκανικής αναστάτωσης, και τόσο αιφνιδιασμένα αντέδρασε σημαντικό μέρος του πνευματικού κόσμου στις νέες καταστάσεις που έφερε στην Ευρώπη το τέλος του διπολισμού, ώστε υπήρξε περίοδος που η σιωπή φαινόταν για μία ακόμη φορά χρυσός. Και είναι πράγματι χρυσός, αν συγκριθεί με τον ανάδρομο λόγο πού αντλεί το λεξιλόγιό του από την εποχή του 1900. Ωστόσο, μερικές φορές το ζήτημα δεν είναι αν μπορεί το 1900 να γίνει οδηγός για τον 21ο αιώνα, αλλά αν υπήρξε πραγματικά ένα 1900, όπως αυτό που επικαλούνται οι στραμμένοι προς το παρελθόν εργαλειακοί λόγοι. ‘Ή, για να το διατυπώσουμε διαφορετικά, ποιο ήταν το πραγματικά 1900, ποιοι οι μεταγενέστεροι ιστορικοί σταθμοί, πως βιώθηκαν ή μετά έγιναν αντικείμενο στοχασμού από τούς πραγματικούς, ζωντανούς ανθρώπους. Συνέχεια

Posted in Βυζάντιο, Ευρώπη, Ο τόπος | Tagged , , , , , , , , | 1 σχόλιο

Ο Ρίλκε κριτικός του νεοτερικού αισθητικού λόγου

του Κώστα Κουτσουρέλη

από το Επίμετρο του Κώστα Κουτσουρέλη στις Ελεγείες του Ντουίνο, σε μετάφραση
& σημειώσεις του Σωτήρη Σελαβή  (Εκδόσεις Περισπωμένη, Αθήνα 2011)

[…]

Σε αντίθεση προς τους κλασσικούς του μοντερνισμού, ο Ρίλκε, μετά την απομάκρυνσή του από τον καθολικό ευσεβισμό, θα μείνει μακριά από τους πολιτικούς και αισθητικούς μεσσιανισμούς του καιρού του. Στα κείμενά του δεν υπάρχει ίχνος από την καινοδοξία των συγχρόνων του, η ανανέωση ως αίτημα προγραμματικό, η αλλαγή ως αυτοσκοπός δεν τον αφορούν. Στον γιγαντισμό της εποχής, ο ίδιος θα δει το πνεύμα της άγνοιας και της καταστροφής. Στην έβδομη ελεγεία θα γράψει:

Πουθενά, ἀγαπηµένη, δὲν θὰ ὑπάρχει ὁ κόσµος, παρὰ µονάχα µέσα µας.

Ἡ ζωὴ περνᾶ μὲ συνεχεῖς μεταμορφώσεις. Ὅλο καὶ πιὸ ἀσήµαντο

τὸ ἔξω λιγοστεύει. Ὅπου ἦταν κάποτε ἕνα στέρεο σπίτι,

λοξὰ προβάλλεται ἕνα ἐπινοημένο κατασκεύασµα, ἀπολύτως ἔργο

τῆς διάνοιας, σὰν νὰ ’ταν ὁλότελα ἀκόµη στὸ µυαλό.

Ἀχανεῖς ἀποθῆκες δύναµης κατασκευάζει τὸ πνεύµα τῆς ἐποχῆς, ἄµορφο

σὰν τὴ συσσωρευμένη ὁρμὴ ποὺ αὐτὸ ἀποσπᾶ ἀπ’ τὰ πάντα.

Ναοὺς πιὰ δὲν γνωρίζει. Καὶ τούτη τὴ σπατάλη τῆς καρδιᾶς

τώρα κρυφὰ τὴν ἀποθησαυρίζουµε. Ναί, ὅπου ἀκόµη κάτι ἐπιζεῖ, κάτι

ποὺ ἄλλοτε σ’ αὐτὸ προσευχηθήκαµε, ποὺ λατρέψαµε καὶ προσκυνήσαµε,

ἤδη περνᾶ, ἔτσι ὅπως εἶναι, στὴν ἀφάνεια.

Πολλοὶ πιὰ δὲν τὸ παρατηροῦν, χάνοντας ἔτσι τὴν εὐκαιρία,

νὰ τὸ χτίσουν τώρα μέσα τοὺς µὲ κίονες κι ἀγάλµατα, μεγαλοπρεπέστερο!

(μτφρ. Σ. Σελαβή)

Η κριτική του Ρίλκε συγκεφαλαιώνει βέβαια την κριτική των ρομαντικών στο αστικό Zeitgeist, την απαρέσκειά τους απέναντι στον καλπάζοντα καπιταλισμό. Εξίσου ωστόσο αφορά και στον «απατηλό σωσία» του καπιταλισμού, τον «semblable et frère, την κουλτούρα της νεωτερικότητας», για να δανειστώ την έξοχη διατύπωση του Ντάνιελ Μπέλ από τον Πολιτισμό της μεταβιομηχανικής Δύσης. Και δεν αυθαιρετεί κανείς αν πίσω από την κριτική της τεχνικής και της οικονομίας, διαβάσει και μια κριτική του αισθητικού λόγου της σύγχρονης εποχής. Και ακόμη, την εξήγηση γιατί ο ίδιος ο Ρίλκε τεχνοτροπικά δεν απέκλινε ποτέ ριζικά από το κλασσικό ή το ρομαντικό έθος, ακόμα και σε έργα τόσο ιδιόφωνα όσο οι Ελεγείες ή τα Σονέτα στον Ορφέα. Συνέχεια

Posted in Θεωρία, Καταστροφή, Νεοτερικότητα, Ορια | Tagged , , | Σχολιάστε